Σε νέα φάρμακα που καταπολεμούν την κατάθλιψη αναμένεται να οδηγήσει η ανακάλυψη ενός γονιδίου, το οποίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση της νόσου.
Ερευνητές από το Πανεπιστημίου Yale, ανακάλυψαν πως το γονίδιο με την ονομασία ΜΚΡ-1 ασκεί διπλάσια δράση σε όσους πάσχουν από κατάθλιψη σε σύγκριση με αυτούς που δεν αντιμετωπίζουν συναισθηματικά προβλήματα.
Στο πλαίσιο της μελέτης, επιστήμονες κατάφεραν να αποκαλύψουν το γονίδιο αναλύοντας δείγματα ιστών εγκεφάλου από 21 πτωματικούς ασθενείς η οποίοι είχαν διαγνωστεί με μείζονα κατάθλιψη και τα συνέκριναν με 18 δείγματα ατόμων που δεν είχαν νόσημα ψυχικής σφαίρας.
Στους 21 βρέθηκε το ΜΚΡ-21, το οποίο σαν διακόπτης, ανοίγοντας και κλείνοντας μία σειρά από βιοχημικές διεργασίες στον εγκέφαλο. Οι διεργασίες αυτές είναι ζωτικές για την επιβίωση και την καλή λειτουργία των νευρώνων, δηλαδή των εγκεφαλικών κυττάρων.
Το γονίδιο μπορεί να απενεργοποιήσει αυτή την μοριακή οδό, με συνέπεια τη δυσλειτουργία των νευρώνων και εν κατακλείδι την κατάθλιψη.
«Το γονίδιο αυτό μπορεί να αποτελεί την κυρίαρχη αιτία ή έστω ένα σημαντικό αιτιολογικό παράγοντα στη δημιουργία βλαβών που οδηγούν στην κατάθλιψη», δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας, καθηγητής Ronald Duman.
Η κατάθλιψη όπως και άλλες ψυχικές παθήσεις, δεν έχει μία μόνο αλλά πολλαπλές αιτίες, περιλαμβανομένων των γενετικών, καθώς τα συμπτώματά της ποικίλουν πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο.
«Το γονίδιο αυτό μπορεί να αποτελεί την κυρίαρχη αιτία ή έστω ένα σημαντικό αιτιολογικό παράγοντα στη δημιουργία βλαβών που οδηγούν στην κατάθλιψη», δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας, καθηγητής Ronald Duman.
Η κατάθλιψη όπως και άλλες ψυχικές παθήσεις, δεν έχει μία μόνο αλλά πολλαπλές αιτίες, περιλαμβανομένων των γενετικών, καθώς τα συμπτώματά της ποικίλουν πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η ανακάλυψη ενός γονιδίου που εμπλέκεται στην κατάθλιψη, σύμφωνα με τους ερευνητές, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων εξειδικευμένων φαρμάκων που θα είναι αποτελεσματικότερα, κυρίως σε όσους ασθενείς δεν αντιδρούν καλά στα υπάρχοντα αντικαταθλιπτικά.
Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Medicine.
tanea.gr